Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ

См. также в других словарях:

  • στρατοπέδω — στρατόπεδον camp neut nom/voc/acc dual στρατόπεδον camp neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπέδῳ — στρατόπεδον camp neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …   Dictionary of Greek

  • στρατοπέδωι — στρατοπέδῳ , στρατόπεδον camp neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»